Κρίσιμες για τη βιωσιμότητα του ΕΟΠΥΥ οι συμφωνίες επιστροφών από προμηθευτές

Η ανάγκη να προχωρήσει άμεσα ο ΕΟΠΥΥ σε σύναψη ειδικών συμφωνιών με διαγνωστικά κέντρα, κλινικές και νοσοκομεία, βάσει των οποίων οι χρεώσεις τους θα ρυθμίζονται από τον όγκο των ιατρικών υπηρεσιών που προσφέρουν στους ασφαλισμένους του ταμείου επισημάνθηκε στο πλαίσιο του πρόσφατου συνεδρίου της ΕΣΔΥ.

Στο πλαίσιο του 8ου Πανελλήνιου Συνεδρίου για τη Διοίκηση, τα Οικονομικά και τις Πολιτικές Υγείας διεξήχθη στρογγυλή τράπεζα, στην οποία συζητήθηκε η δυνατότητα υιοθέτησης των ‘Συμφωνιών με βάση τον όγκο και τις τιμές (price-volumeagreements), αλλά και συμφωνιών επιμερισμού του ρίσκου (risk-sharingagreements)’ από το ελληνικό σύστημα υγείας.

Πρόκειται για συμφωνίες που επιτρέπουν επιστροφές από κλινικές ή διαγνωστικά κέντρα στον ΕΟΠΥΥ σε περίπτωση υπέρβασης ενός ορίου πωλήσεων, που έχει συμφωνηθεί προκαταβολικά.

Η συζήτηση συνέπεσε με την ένταξη των ειδικών αυτών συμφωνιών στην ελληνική νομοθεσία. Όλοι οι εισηγητές επισήμαναν ότι οι ειδικές συμφωνίες δύνανται να αποτελέσουν ένα σημαντικό εργαλείο για την περιστολή των δαπανών, τόσο για τον ΕΟΠΥΥ όσο και για τα δημόσια νοσοκομεία και τις υγειονομικές περιφέρειες.

Ο Προέδρος της συνεδρίας και Κοσμήτορας της ΕΣΔΥ, Καθηγητής κ. Ι. Κυριόπουλος, επισήμανε αφενός τη σημασία των εν λόγω συμφωνιών για τη βιωσιμότητα του ΕΟΠΥΥ και αφετέρου την ανάγκη θέσπισης κριτηρίων για την αξιολόγηση της αξίας των θεραπειών, ως απαραίτητη προϋπόθεση για τη χρηματοδότησή τους στο μέλλον.

Ο Διοικητής της Α’ ΥΠΕ, κ. Β. Κοντοζαμάνης και ο Επίκουρος Καθηγητής Πολιτικής Υγείας κ. Κ. Σουλιώτης, έθεσαν το πλαίσιο και παρουσίασαν τις προτάσεις τους για την ορθολογική και αποτελεσματική εφαρμογή των εν λόγω συμφωνιών, λαμβάνοντας υπόψη τις ιδιαιτερότητες του ελληνικού συστήματος υγείας.

Και οι δυο ομιλητές αναγνώρισαν την αναγκαιότητα εφαρμογής των συμφωνιών αυτών ως εργαλείο που, σύμφωνα με τη διεθνή εμπειρία, διασφαλίζει την άμεση πρόσβαση των ασθενών στη θεραπεία και επιπλέον συμβάλει στην ορθολογική κατανομή των πόρων, επιμερίζοντας ταυτόχρονα το ‘οικονομικό ρίσκο’ για την ασφαλιστική κάλυψη μίας θεραπείας ανάμεσα στην πολιτεία και την παραγωγό εταιρεία. Κοινή δε διαπίστωση των ομιλητών αποτέλεσε η ανάγκη προσδιορισμού ενός κοινώς αποδεκτού πλαισίου για την αναγνώριση και επιβράβευση των καινοτόμων θεραπειών.

Πιο συγκεκριμένα, ο κ. Β. Κοντοζαμάνης αναγνώρισε τη αναγκαιότητα εφαρμογής ‘συμφωνιών με βάση τον όγκο και τις τιμές’ σε επίπεδο υγειονομικής περιφέρειας, ανακοινώνοντας ταυτόχρονα την πρόθεση της πολιτείας για την πιλοτική εφαρμογή των εν λόγω συμφωνιών στον τομέα της ογκολογίας. Σύμφωνα με τον κ. Κοντοζαμάνη, η υλοποίηση των συμφωνιών αυτών αποτέλεσε αντικείμενο συζήτησης με τους εκπροσώπους της taskforce για θέματα υγείας, ενώ η κατάθεση σχετικής πρότασης από την πλευρά της πολιτείας αναμένεται στις αρχές του 2013.

Από την πλευρά του ο κ. Κ. Σουλιώτης μετέφερε την εμπειρία του από την εφαρμογή αντίστοιχων συμφωνιών στον ΟΠΑΔ, όπως πχ η παροχή κλιμακωτών εκπτώσεων και η υιοθέτηση ελεγκτικών μεθόδων του ιδιωτικού τομέα για πρώτη φορά στην κοινωνική ασφάλιση με εντυπωσιακά αποτελέσματα, σχολιάζοντας ταυτόχρονα το ελλιπές νομοθετικό πλαίσιο που αποτελεί εμπόδιο στην άσκηση της μονοψωνιακής δύναμης του ΕΟΠΥΥ, περιορίζοντας έτσι τη διαπραγματευτική ικανότητα του οργανισμού.

Ωστόσο, ανέφερε, ο νέος οργανισμός κατόρθωσε να επιτύχει τέτοιες συμφωνίες στο ξεκίνημα της λειτουργίας του παρά τις επιφυλάξεις της πλευράς της προσφοράς και πρότεινε την επέκτασή τους.

Η εμπειρία Ευρωπαϊκών χωρών, όπως η Ιταλία και το Ηνωμένο Βασίλειο, μπορεί κατά τον κ. Σουλιώτη να αποτελέσει παράδειγμα προς μίμηση για την Ελλάδα, ενώ η εφαρμογή καθαρά οικονομικών συμφωνιών (financialagreements) προβάλλει πιο άμεσα εφικτή υπό τις παρούσες συνθήκες.

Τέλος, σύμφωνα με τον κ. Σουλιώτη, οι συμφωνίες που συνυπολογίζουν την αποτελεσματικότητα (performance-based agreements) δεν είναι άμεσα εφαρμόσιμες στην χώρα μας, δεδομένης της έλλειψης ομοιογενών βάσεων δεδομένων για τη διαχρονική καταγραφή και παρακολούθηση της αποδοτικότητας των παρεχόμενων θεραπειών, ωστόσο ενδείκνυνται κυρίως για την πρωτοβάθμια φροντίδα υγείας.

http://www.iatronet.gr/newsarticle.asp?art_id=20676

Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *